νᾶμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νάμα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νᾶμᾰ τὰ νάμᾰτ
      γενική τοῦ νάμᾰτος τῶν ναμᾰ́των
      δοτική τῷ νάμᾰτ τοῖς νάμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ νᾶμᾰ τὰ νάμᾰτ
     κλητική ! νᾶμᾰ νάμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νάμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ναμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νᾶμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νᾶμα, -ατος ουδέτερο

  1. καθετί που ρέει
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 888
    οἴχομαι τάλαινα, δακρύων νάματ᾽ οὐκέτι στέγω.
    Χάθηκα η φτωχιά· τα δάκρυα να κρατήσω δεν μπορώ.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1187 (1186-1187)
    χρυσοῦς μὲν ἀμφὶ κρατὶ κείμενος πλόκος | θαυμαστὸν ἵει νᾶμα παμφάγου πυρός,
    Από το χρυσό στεφάνι, που έμενε φορεμένο στο κεφάλι της, | ξεχύνονταν αλλόκοτες ροές αχόρταγης φωτιάς,
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  2. τρεχούμενο νερό, ποταμός, ρεύμα νερού, ρυάκι, πηγή
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 1130
    Κασταλίας τε νᾶμα.
    και της Κασταλίας η πηγή.
    Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 96 (96-98)
    ξένοι, φράσαιτ᾽ ἂν νᾶμα ποτάμιον πόθεν | δίψης ἄκος λάβοιμεν εἴ τέ τις θέλει | βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις κεχρημένοις;
    Ξένοι, σας παρακαλούμε, πείτε μας: υπάρχει τρόπος | Να ᾽βρουμε λίγο νεράκι ποταμίσιο, για τη δίψα | γιατρικό; Ή μήπως κάποιος θέλει φαΐ να μας πουλήσει; | Είμαστε θαλασσινοί, άνθρωποι αναγκεμένοι.
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  3. (κατά τον Ησύχιο) ξύλινος αγωγός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]