νᾶνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νᾶνος | οἱ | νᾶνοι |
γενική | τοῦ | νάνου | τῶν | νάνων |
δοτική | τῷ | νάνῳ | τοῖς | νάνοις |
αιτιατική | τὸν | νᾶνον | τοὺς | νάνους |
κλητική ὦ! | νᾶνε | νᾶνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νᾶνος < (ηχομιμητική λέξη)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νᾶνος αρσενικό
- νάνος, κάποιος με πολύ κοντά μέλη σε σχέση με τον κορμό του
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ νᾶνος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)