ξάκρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάκρισμα < ξακρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξάκρισμα ουδέτερο
- το να κόβονται στα άκρα, οι άκριες που περισσεύουν (σε τρίχες, ύφασμα, φυτά κ.λπ.)
- το να επιμελείται κάποιος κάτι (π.χ. στη βιβλιοδεσία, η σωστή αποκοπή των περιθωρίων των σελίδων)
- το να καλλιεργεί κάποιος ένα χωράφι απ' άκρη σ' άκρη χωρίς να αφήνει αφρόντιστο ούτε μισό μέτρο
- το ξεμονάχιασμα