ξάκρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάκρισμα τα ξακρίσματα
      γενική του ξακρίσματος των ξακρισμάτων
    αιτιατική το ξάκρισμα τα ξακρίσματα
     κλητική ξάκρισμα ξακρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάκρισμα < ξακρίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξάκρισμα ουδέτερο

  1. το να κόβονται στα άκρα, οι άκριες που περισσεύουν (σε τρίχες, ύφασμα, φυτά κ.λπ.)
  2. το να επιμελείται κάποιος κάτι (π.χ. στη βιβλιοδεσία, η σωστή αποκοπή των περιθωρίων των σελίδων)
  3. το να καλλιεργεί κάποιος ένα χωράφι απ' άκρη σ' άκρη χωρίς να αφήνει αφρόντιστο ούτε μισό μέτρο
  4. το ξεμονάχιασμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]