ξάμπελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάμπελο τα ξάμπελα
      γενική του ξάμπελου των ξάμπελων
    αιτιατική το ξάμπελο τα ξάμπελα
     κλητική ξάμπελο ξάμπελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάμπελο < ξε και αμπέλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξάμπελο ουδέτερο

  • το παρατημένο, εγκαταλελειμένο αμπέλι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]