ξάπλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξάπλα | οι | ξάπλες |
γενική | της | ξάπλας | — | |
αιτιατική | την | ξάπλα | τις | ξάπλες |
κλητική | ξάπλα | ξάπλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάπλα < ξαπλώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξάπλα θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ξαπλωμένος και δεν κάνει τίποτα
- του αρέσει πολύ η ξάπλα
- η τεμπελιά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξάπλα
- για κάποιον που είναι ξαπλωμένος
- είναι ξάπλα όλη μέρα