ξάπλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξάπλα οι ξάπλες
      γενική της ξάπλας
    αιτιατική την ξάπλα τις ξάπλες
     κλητική ξάπλα ξάπλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάπλα < ξαπλώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξάπλα θηλυκό

  1. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ξαπλωμένος και δεν κάνει τίποτα
    του αρέσει πολύ η ξάπλα
  2. η τεμπελιά

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξάπλα

είναι ξάπλα όλη μέρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]