ξάστερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάστερα < ξάστερος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξάστερα
- καθαρά, ντόμπρα, ρητά, με σαφήνεια, χωρίς υπεκφυγές (συνήθως για λέξεις, φραστικές τοποθετήσεις σε ένα ζήτημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξάστερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξάστερο