ξάστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξάστερος | η | ξάστερη | το | ξάστερο |
γενική | του | ξάστερου | της | ξάστερης | του | ξάστερου |
αιτιατική | τον | ξάστερο | την | ξάστερη | το | ξάστερο |
κλητική | ξάστερε | ξάστερη | ξάστερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξάστεροι | οι | ξάστερες | τα | ξάστερα |
γενική | των | ξάστερων | των | ξάστερων | των | ξάστερων |
αιτιατική | τους | ξάστερους | τις | ξάστερες | τα | ξάστερα |
κλητική | ξάστεροι | ξάστερες | ξάστερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξάστερος < μεσαιωνική ελληνική ἐξάστερος
Επίθετο
[επεξεργασία]ξάστερος,η,ο
- γεμάτος αστέρια
- ξάστερος ουρανός, ξάστερη νύχτα
- καθαρός (για τον ουρανό τη νύχτα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξάστερος
|