ξάφνου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάφνου < μεσαιωνική ελληνική ξάφνου < εξ- + αρχαία ελληνική ἄφνω
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξάφνου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξάφνου
→ δείτε τη λέξη ξαφνικά |