ξέγνοιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέγνοιασμα τα ξεγνοιάσματα
      γενική του ξεγνοιάσματος των ξεγνοιασμάτων
    αιτιατική το ξέγνοιασμα τα ξεγνοιάσματα
     κλητική ξέγνοιασμα ξεγνοιάσματα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξέγνοιασμα < ξεγνοιάζω, ξεγνοιασ- + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkse.ɣɲa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξέ‐γνοια‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξέγνοιασμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τους όρους ξεγνοιάζω, ξε- και γνοιάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]