ξέγνοιαστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξέγνοιαστα < ξέγνοιαστος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ξέγνοιαστα

  • ανέμελα, χωρίς σκοτούρες, ανάλαφρα, διασκεδαστικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ξέγνοιαστα