ξέκωλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέκωλο | τα | ξέκωλα |
γενική | του | ξέκωλου | των | ξέκωλων |
αιτιατική | το | ξέκωλο | τα | ξέκωλα |
κλητική | ξέκωλο | ξέκωλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξέκωλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξέκωλο ουδέτερο (χυδαίο)
- γυναίκα ασυγκράτητη ερωτικά με διάφορα άτομα
- χαρακτηρισμός γυναίκας που είναι ντυμένη με υπερβολικά προκλητικά ρούχα
- (κατ’ επέκταση) ρούχο πολύ προκλητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξέκωλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)