ξένον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξένον < λόγιο ενδογενές δάνειο: λατινική xenon < αρχαία ελληνική ξένος, ουδέτερο ξένον (η λέξη προτάθηκε από τον Ράμσεϊ που το ανακάλυψε το 1898)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξένον και ξένο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια, με ατομικό αριθμό 54 και χημικό σύμβολο το Xe
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξένον | ||
γενική | του | ξένου | ||
αιτιατική | το | ξένον | ||
κλητική | ξένον | |||
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ξένον στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξένον
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξένον
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)