ξέπεσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέπεσμα < ξεπέφτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέπεσμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεπέφτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέπεσμα
|