ξέρασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέρασμα < (ελληνιστική κοινή) ή μεταγενέστερη ἐξέραμα < από την αρχαία ελληνική ἐξέράω-ῶ (κάνω εμετό, ξερνάω) < ἐξ και ἐράω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέρασμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ο εμετός
- παρόμοιο ύφος: ξερατό
- (μεταφορικά και (λαϊκότροπο)) κάτι αηδιαστικό (πράξη, άνθρωπος)