ξέρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξέρη < ξηρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξέρη θηλυκό

→ δείτε τη λέξη ξέρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]