ξέρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέρη < ξηρά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέρη θηλυκό
→ δείτε τη λέξη ξέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέρη
|
ξέρη θηλυκό
→ δείτε τη λέξη ξέρα
|