ξέσπασμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξέσπασμα < ξεσπώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkse.spa.zma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξέσπασμα ουδέτερο
- η εκδήλωση με απότομο και βίαιο τρόπο ενός πράγματος ή μιας κατάστασης που δε φαινόταν αλλά αναπτυσσόταν κρυφά
- το ξέσπασμα πολιτικής διαφωνίας
- η ξαφνική εμφάνιση συναισθημάτων που κρύβονταν ή καταπιέζονταν
- το ξέσπασμα της αγανάκτησης των υπαλλήλων
- η εκτόνωση αρνητικών συναισθημάτων εις βάρος άλλου ή με βίαιο τρόπο
- είχε απότομα ξεσπάσματα μετά το ατύχημα