Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξέστρα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξέστρα οι ξέστρες
      γενική της ξέστρας των ξεστρών
    αιτιατική την ξέστρα τις ξέστρες
     κλητική ξέστρα ξέστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξέστρα < ξέω + κατάληξη θηλυκού -τρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkse.stɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξέστρα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ξέω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]