ξέφραγο αμπέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξέφραγο αμπέλι, < → δείτε τις λέξεις ξέφραγος και αμπέλι κυριολεκτικά: αμπέλι χωρίς φράχτη

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ξέφραγο αμπέλι ουδέτερο

  • (σκωπτικό) για ελλειπή μέτρα ασφάλειας χώρων, διαδικασιών, λειτουργίας υπηρεσιών, περιορισμένων ελέγχων κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]