ξέφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέφυλλο | τα | ξέφυλλα |
γενική | του | ξέφυλλου | των | ξέφυλλων |
αιτιατική | το | ξέφυλλο | τα | ξέφυλλα |
κλητική | ξέφυλλο | ξέφυλλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέφυλλο < ξέφυλλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέφυλλο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέφυλλο
|