ξέω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξέω < αρχαία ελληνική ξέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *qseso < *qes- (γδέρνω, χαράσσω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ξέω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέω
|