ξαγκιστρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαγκιστρώνω < ξε ακυρωτικό και αγκιστρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαγκιστρώνω

  1. αφαιρώ κάτι από το αγκίστρι, απαγκιστρώνω
    ξαγκιστρώνω το ψάρι / το σκουλήκι
  2. ανασύρω την άγκυρα από το βυθό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]