ξαγναντεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαγναντεύω μεσαιωνική ελληνική < ξε και ἀγναντεύω < ἀγνάντια < τα ἐγνάντια < τά ἐνάντια (τα απέναντι)

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαγναντεύω

  • παρατηρώ από ψηλό σημείο κάτι που βρίσκεται μακριά


Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]