ξαδερφοσύνη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαδερφοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξαδερφοσύνη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξαδερφοσύνη
|
ξαδερφοσύνη θηλυκό
|