ξακρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξακρίζω < ξε + άκρη + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξακρίζω

  1. κόβω άκρες που είναι περιττές σε ύφασμα ή ξύλα ή μαλλιά ή θάμνους ή στο μουστάκι ή στο μούσι
    ξακρίζω τα ξέφτια στο ύφασμα και το κάνω ίσιο, ξακρίζω τις σανίδες
  2. (βιβλιοδεσία) ξακρίζω το βιβλίο, δηλαδή κόβω το λευκό περιθώριο που περιβάλλει το κείμενο
  3. (μεταφορικά) κάνω περικοπές, κόβω περιττά ή ίσως χρήσιμα
    ξακρίζω το χρόνο
  4. (αυτοκίνητο) ................
    το καινούργιο μου αυτοκίνητο ξακρίζει καλά
  5. κάνω κάτι μέχρι τα άκρα, π.χ. καθαρίζω πολύ καλά, έως τις γωνίες και τα δύσκολα σημεία, σπέρνω το χωράφι απ' άκρη σε άκρη ακόμα και με ξινάρι (επειδή στα δύσκολα σημεία δεν πάει το αλέτρι
  6. ξεμοναχιάζω, παίρνω κάποιον παράμερα, τον παρασύρω ή του ζητώ να έρθει σε ένα ιδιαίτερο χώρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]