ξαλμυρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαλμυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαλμυρίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξαλμυρισμένος, -η, -ο (& ξαρμυρισμένος)
- → δείτε τη λέξη ξαλμυρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαλμυρισμένος
|