ξαμολημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαμολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαμολώ και ξαμολάω
Μετοχή
[επεξεργασία]ξαμολημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαμολώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξαμολημένος
|