ξανά μανά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξανά μανά < ξανά & επανάληψη με αντικατάσταση του αρχικού συμφώνου με μ- (μανά)

Έκφραση[επεξεργασία]

ξανά μανά

  • για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ενοχλητικό
    αν αρχίσεις πάλι, ξανά μανά τα ίδια, θα σηκωθώ και θα φύγω

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • ξανά-μανά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]