ξανά μανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ξανά μανά
- για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ενοχλητικό
- αν αρχίσεις πάλι, ξανά μανά τα ίδια, θα σηκωθώ και θα φύγω
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- ξανά-μανά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανά μανά
|