ξαναγεμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναγεμίζω < μεσαιωνική ελληνική ξαναγεμίζω < ξανά + γεμίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναγεμίζω (παθητική φωνή: ξαναγεμίζομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]