ξαναδοκιμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναδοκιμάζω < ξανά + δοκιμάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναδοκιμάζω

μην ανησυχείς που δεν πετυχαίνεις, ξαναδοκίμασε μέχρι να πετύχεις!

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]