ξαναεφαρμόζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναεφαρμόζω < ξανά + εφαρμόζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναεφαρμόζω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]