ξαναζωντανεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ξαναζωντανεύω
- αποκτώ νέες φυσιολογικές ή ηθικές δυνάμεις
- με το που ξαναείδε το γιο της, ξαναζωντάνεψε!