ξανακάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξανακάνω < ξανά (ἐξ + ἀνά) + κάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξανακάνω

δε θα το ξανακάνω, κύριε!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]