ξαναμιλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναμιλώ < ξανά + μιλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναμιλώ

από τότε που μάλωσαν, δεν του έχει ξαναμιλήσει!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]