ξαναμπαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναμπαίνω
- (για αντικείμενα) στο τρίτο πρόσωπο, μπαίνει ξανά στη θέση του
- Αμάν! Γιατί το έβγαλες από τη θέση του; Τώρα δεν ξαναμπαίνει με τίποτα
- επανέρχομαι σε ένα χώρο
- Μα τώρα δεν έφυγες; Μπαίνεις, βγαίνεις, ξαναμπαίνεις, ξενοδοχείο το έκανες εδώ μέσα
- Ξαναμπές στο αμάξι αφού άρχισε να βρέχει. Ας περιμένουμε λίγο να περάσει η μπόρα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναμπαίνω | ξαναέμπαινα | θα ξαναμπαίνω | να ξαναμπαίνω | ξαναμπαίνοντας | |
β' ενικ. | ξαναμπαίνεις | ξαναέμπαινες | θα ξαναμπαίνεις | να ξαναμπαίνεις | ξαναμπαίνε | |
γ' ενικ. | ξαναμπαίνει | ξαναέμπαινε | θα ξαναμπαίνει | να ξαναμπαίνει | ||
α' πληθ. | ξαναμπαίνουμε | ξαναμπαίναμε | θα ξαναμπαίνουμε | να ξαναμπαίνουμε | ||
β' πληθ. | ξαναμπαίνετε | ξαναμπαίνατε | θα ξαναμπαίνετε | να ξαναμπαίνετε | ξαναμπαίνετε | |
γ' πληθ. | ξαναμπαίνουν(ε) | ξαναέμπαιναν ξαναμπαίναν(ε) |
θα ξαναμπαίνουν(ε) | να ξαναμπαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναμπήκα | θα ξαναμπώ | να ξαναμπώ | ξαναμπεί | ||
β' ενικ. | ξαναμπήκες | θα ξαναμπείς | να ξαναμπείς | ξαναμπές | ||
γ' ενικ. | ξαναμπήκε | θα ξαναμπεί | να ξαναμπεί | |||
α' πληθ. | ξαναμπήκαμε | θα ξαναμπούμε | να ξαναμπούμε | |||
β' πληθ. | ξαναμπήκατε | θα ξαναμπείτε | να ξαναμπείτε | ξαναμπείτε | ||
γ' πληθ. | ξαναμπήκαν(ε) | θα ξαναμπούν(ε) | να ξαναμπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναμπεί | είχα ξαναμπεί | θα έχω ξαναμπεί | να έχω ξαναμπεί | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναμπεί | είχες ξαναμπεί | θα έχεις ξαναμπεί | να έχεις ξαναμπεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναμπεί | είχε ξαναμπεί | θα έχει ξαναμπεί | να έχει ξαναμπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναμπεί | είχαμε ξαναμπεί | θα έχουμε ξαναμπεί | να έχουμε ξαναμπεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναμπεί | είχατε ξαναμπεί | θα έχετε ξαναμπεί | να έχετε ξαναμπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναμπεί | είχαν ξαναμπεί | θα έχουν ξαναμπεί | να έχουν ξαναμπεί |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναμπαίνω
|