Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξαναπαίρνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξαναπαίρνω < ξανά + παίρνω

ξαναπαίρνω

τον ξαναπήρα τηλέφωνο για να δω αν γύρισε
ξαναπάρε γλυκό αφού σου άρεσε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]