ξαναρχίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναρχίζω < ξανά + αρχίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναρχίζω

  1. αρχίζω από την αρχή
    δεν καταλαβαίνω τι μου λες, μπορείς να ξαναρχίσεις;
  2. συνεχίζω μετά από διακοπή

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]