ξανασμίξιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξανασμίξιμο < ξανασμίγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξανασμίξιμο ουδέτερο

  1. νέα συνάντηση
  2. νέα συμφιλίωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]