ξανασταυρώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανασταυρώνομαι < ξανά και σταυρώνομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ξανασταυρώνομαι
- σταυρώνομαι για άλλη μια φορά
- Ο Χριστός ξανασταυρώνεται