ξανατρέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξανατρέχω
- τρέχω και πάλι
- μετά το ατύχημά του, όλος ο κόσμος νόμιζε ότι δεν θα ξανάτρεχε πια
- (πληροφορική) βάζω και πάλι ένα πρόγραμμα σε λειτουργία
- διόρθωσα το πρόγραμμά μου και το ξανάτρεξα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανατρέχω
|