ξανατρέχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξανατρέχω < ξανά + τρέχω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξανατρέχω

  1. τρέχω και πάλι
    μετά το ατύχημά του, όλος ο κόσμος νόμιζε ότι δεν θα ξανάτρεχε πια
  2. (πληροφορική) βάζω και πάλι ένα πρόγραμμα σε λειτουργία
    διόρθωσα το πρόγραμμά μου και το ξανάτρεξα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]