ξαναφαίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναφαίνομαι
- φαίνομαι ξανά
- δεν νομίζω να ξαναφανεί ύστερα από αυτό που του είπες!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναφαίνομαι