ξαναχτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναχτίζω
- χτίζω και πάλι
- μετά το σεισμό, το χωριό ξαναχτίστηκε λίγο πιο μακριά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναχτίζω