ξανθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξανθαίνω < λείπει η ετυμολογία

ξανθαίνω και ξανθίζω

  1. (αμετάβατο) γίνομαι ξανθός
  2. (μεταβατικό) δίνω ξανθό χρώμα με βαφή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]