ξανθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξανθαίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξανθαίνω και ξανθίζω

  1. (αμετάβατο) γίνομαι ξανθός
  2. (μεταβατικό) δίνω ξανθό χρώμα με βαφή

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]