ξανθούλικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανθούλικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ξανθούλικος, -η/-ια, -ικο
- που έχει ξανθά, ή καστανόξανθα, μαλλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανθούλικος
|