ξαντιμεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαντιμεύω < ξε και μεσαιωνική ελληνική ἀντιμεύω - ἀντιμεύγω < ἀνταμείβω < αρχαία ελληνική ἀμείβω ή από το μέσο ἀνταμείβομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαντιμεύω

  • ανταμείβω, ξεπληρώνω
    ※ 
    Ὦ Κρόνε πάτερ, δικαστὴ καὶ θεσμοθέτη,
    κρόνιο παιδὶ στὰ κάτεργά σου ταξιδεύω,
    τ᾽ ἄλγη, τὰ δῶρα σου, μὲ λόγο ᾽ξαντιμεύω·
    ἁγνὸ παιδί, ποὺ ἀκέρηα ἀγάπη καταθέτει.
    (Ευστράτιος Σαρρής, Ποιήματα από τη συλλογή «Η τέχνη για το κάλλος», Via combusta, εκδ. Παπαδημητρόπουλου, 2021)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]