ξαπόσταμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαπόσταμα < ξαποσταίνω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαπόσταμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) (λαϊκότροπο) η ανάπαυση, η ξεκούραση μετά από εντατική δουλειά ή πολύ περπάτημα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαπόσταμα
|