ξαργιτού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαργιτού < εξ έργου, που σημαίνει ότι κάνω κάτι επίτηδες, σκόπιμα

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξαργιτού ή αξάργου (στην Ανατολική Κρήτη)