ξαστοχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαστοχώ, πρτ.: ξαστοχούσα, στ.μέλλ.: θα ξαστοχήσω, αόρ.: ξαστόχησα
- ξεχνώ
- χάνω τον στόχο μου, κάνω λάθος, αποτυγχάνω σε μια ενέργεια
- ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης // το ριζικό μου ενός ανθρώπου που ξαστόχησε (Γ. Σεφέρης, «Ελένη»)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαστοχώ