ξαστοχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαστοχώ < ξε- + αστοχώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαστοχώ, πρτ.: ξαστοχούσα, στ.μέλλ.: θα ξαστοχήσω, αόρ.: ξαστόχησα

  1. ξεχνώ
  2. χάνω τον στόχο μου, κάνω λάθος, αποτυγχάνω σε μια ενέργεια
    ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης // το ριζικό μου ενός ανθρώπου που ξαστόχησε (Γ. Σεφέρης, «Ελένη»)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]