ξεΐγκλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεΐγκλωτος < ξε- + ίγκλα + -ωτος < μεσαιωνική ελληνική ίγκλα < γίγκλα < κίγκλα < λατινική *cingla < cingula < cingo
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεΐγκλωτος
- (παρωχημένο, κυριολεκτικά) που δεν είναι δεμένος με ίγκλα
- ασουλούπωτος, ατημέλητος
- ※ Είναι ακαλαίσθητο να βλέπεις έναν βουλευτή να πηγαίνει ξεΐγκλωτος στη Βουλή , με σαγιονάρες ή με πουκάμισα πλουμιστά ... ή ασιδέρωτος , με τσαλακωμένα σακάκια ... (H κυβέρνηση τράκαρε με τη μόδα... τώρα ούτε το "my style rocks" δεν τη σώζει!..., Το Βήμα της Αιγιάλειας, 21 Δεκεμβρίου 2017)
- ※ Ήταν τσουρουφλισμένη άπό τον άγριο ήλιο, ξεφλουδιζόταν. Ξυπόλητη. Κράταγε ένα βαλιτσάκι, ένα σπαστό οκρίβαντα και δυο τελάρα. Εκείνος ήταν ξεΐγκλωτος, ολο κόκκαλα και γωνίες. Ακούρευτος, γενάτος, ξανθός κι αυτός, μέ κάτι ατελείωτες .. (Νέα Εστία, τεύχη 1385-1389, σελ. 534)
- (παρωχημένο, μεταφορικά) αχρείος, ξετσίπωτος
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ίγκλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεΐγκλωτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ξε- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωτος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)