ξεβγάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεβγάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεβγάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεβγάζομαι

  1. βγάζω τα σαπούνια από πάνω μου με νερό, ξεπλένομαι
    Τελειώνω, αμάν πια, ξεβγάζομαι και θα πάρετε σειρά, τώρα σας έπιασε όλους να πάτε τουαλέτα;
    Τα ρούχα πρέπει να ξεβγαλθούν καλά γιατί με πιάνει φαγούρα μετά αν έχει μείνει απορρυπαντικό επάνω τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]