ξεβγάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεβγάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεβγάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεβγάζομαι
- βγάζω τα σαπούνια από πάνω μου με νερό, ξεπλένομαι
- Τελειώνω, αμάν πια, ξεβγάζομαι και θα πάρετε σειρά, τώρα σας έπιασε όλους να πάτε τουαλέτα;
- Τα ρούχα πρέπει να ξεβγαλθούν καλά γιατί με πιάνει φαγούρα μετά αν έχει μείνει απορρυπαντικό επάνω τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεβγάζομαι
|