ξεβγαλμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεβγαλμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεβγάζω και ξεβγαίνω κυρωίς ως επίθετο:
- (προφορικό) που είναι πολύ έμπειρος και ικανός στην αντιμετώπιση δυσκολιών
- (προφορικό, ειδικότερα) που έχει εμπειρίες σε ερωτικές καταστάσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεβγαλμένος
|